- γοερῶς
- γοερόςmournfuladverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γοερώς — γοερός mournful masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατολοφύρομαι — (Α) κλαίω γοερώς, θρηνώ, οδύρομαι («πολλάκις ἀνοιμώξαντες καὶ κατολοφυράμενοι τήν τε τῆς πατρίδος καὶ τὴν ἑαυτῶν τύχην», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀλοφύρομαι «θρηνώ, οδύρομαι, βογκώ»] … Dictionary of Greek
ԱՇԽԱՐԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 0259 Chronological Sequence: 6c մ. γοερῶς flebiliter Ողբական եւ ողորմ եղանակաւ. լալու կամ լաց շարժելու կերպով. *Զխանդաղատականն (վերծանել) թուլակի եւ աշխարապէս. Թր. քեր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)